-
1 αλοιφή
[алифи] ουσ. θ. мазьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλοιφή
-
2 мазь
-
3 намазка
-и θ.1. άλειμμα.2. αλοιφή•фосфорная намазка φωσφορική αλοιφή.
-
4 натирание
-я ουδ.1. τρίψιμο με αλοιφή• επάλειψη, μάλαξη.2. φαρμακευτική αλοιφή. -
5 нафиксатуарить
-
6 мазь
η αλοιφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мазь
-
7 натирание
η επάλειψητο τρίψιμο (με αλοιφή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > натирание
-
8 промазка
(рез.) η αλοιφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промазка
-
9 втирать
втиратьнесов (мазь и т. п.) τρίβω μέ ἀλοιφή[ν], ἐντρίβω· ◊ \втирать очки кому́-либо разг ἐξαπατώ, ξεγελώ κάποιον. -
10 мазь
маз||ьж ἡ ἀλοιφή / ἡ κρέμα (для лица)· ◊ дело на \мазьи́ разг ἡ δουλειά πάει καλά, -
11 намазать
намазатьсов, намазывать несов ἀλείφω, πασσαλείβω:\намазать хлеб маслом, \намазать масло на хлеб ἀλείφω τό ψωμί μέ βούτυ-ρο[ν]· \намазать мазью πασσαλείβω μέ ἀλοιφή. -
12 мазь
[μάς'] ουσ. θ. αλοιφή -
13 мазь
[μάς'] ουσ θ αλοιφή -
14 белила
-лил πλθ.1. άσπρο χρώμα (μπογιά)•белила свинцовые ανθρακικός μόλυβδος, στουπέτσι•
белила цинковые οξείδιο(η λευκό) του ψευδαργύρου.
2. ψιμύθιο (καλυντική αλοιφή), φτιασίδι των ηθοποιών. -
15 втереть
вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втертый, βρ: втерт, -а, -о, επίρ. μτχ. втерев, κ. втерши, ρ.σ.μ.1. εντρίβω, μαλάσσω•втереть мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή.
2. μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία.εκφρ.втереть очки (кому) – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ).εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι•втереть в толпу χώνομαι στο πλήθος.
|| υπεισέρχομαι, εισχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω•втереть в кампанию κολλώ στην παρέα.
εκφρ.втереть в доверие – επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη. -
16 втирание
-я ουδ.1. εντριβή.2. φαρμακευτική αλοιφή. -
17 глазной
επ.οφθαλμικός, οπτικός, τού ματιού•-ое яблоко ο βολβός του οφθαλμού•
-ая болезнь οφθαλμική νόσος•
глазной нерв οπτικό νεύρο•
-ая мазь αλοιφή για τα μάτια•
-ая примочка κολλύριο•
-ые капли σταγόνες για τα μάτια•
глазной зуб το δόντι του ματιού, το σκυλόδοντο, ο κυνόδους.
-
18 лечебный
επ.θεραπευτικός, ιαματικός•-ое заведение θεραπευτικό ίδρυμα•
-ая физкультура θεραπευτική γυμναστική•
-ая мазь θεραπευτική αλοιφή.
-
19 мазь
-и θ.1. αλοιφή, χρίσμα, επίχρισμα.2. λίπος τεχνικό, γράσο.3. κρέμα.εκφρ.дело на -и – η δουλειά πάει ρέγουλα, ρολόι. -
20 натереть
-тру, -тршь, παρλθ. χρ. натр-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натртый, βρ: -трт, -а, -о,επιρ. μτχ. натеревκ. натршиρ.σ.μ.1. τρίβω•натереть грудь мазью τρίβω το στήθος με αλοιφή.
|| αλείφω•натереть кожу вазелином αλείφω το δέρμα με βαζελίνη.
2. γυαλίζω τρίβοντας•натереть пол воском τρίβω το πάτωμα με κηρί.
3. βλάπτω, προξενώ βλάβη τρίβοντας•натереть себе мозоли на руках κάνω κάλους στα χέρια από το τρίψιμο•
натереть себе пузыри на ногах κάνω φουσκάλες στα πόδια από την τριβή.
4. μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια•натереть сыр τρίβω τυρί.
τρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀλοιφή — anything with which one can smear fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek
αλοιφή — η 1. το να αλείφει κανείς: Του έκαμε αλοιφή με ιώδιο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφουμε: Του σύστησε και μια θεραπευτική αλοιφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλοιφῇ — ἀλοιφάω daub with pitch pres subj mp 2nd sg (doric) ἀλοιφάω daub with pitch pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀλοιφάω daub with pitch pres subj act 3rd sg (doric) ἀλοιφάω daub with pitch pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλοιφάω daub with pitch… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοίφη — ἀ̱λοίφη , ἀλοιφάω daub with pitch imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλοιφάω daub with pitch pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱λοίφη , ἀλοιφάω daub with pitch imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀλοιφάω daub with pitch pres imperat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιφαῖς — ἀλοιφή anything with which one can smear fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιφαί — ἀλοιφή anything with which one can smear fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιφήν — ἀλοιφή anything with which one can smear fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοιφάτος — η, ο [αλοιφή] (για πήλινα αγγεία) αυτός που επιχρίεται με αλοιφή για την απόφραξη τών πόρων του … Dictionary of Greek
αλοιφαίος — ἀλοιφαῖος, α, ον (Α) [αλοιφή] ο κατάλληλος για άλειμμα, για αλοιφή … Dictionary of Greek
διάχρισμα — διάχρισμα, το (Μ) 1. μύρο, βάλσαμο, αλοιφή 2. η προετοιμασία για την αλοιφή … Dictionary of Greek